- νεκρόφιλος
- -η, -ο1. σχετικός με τη νεκροφιλία2. ως ουσ. αυτός που παρουσιάζει τάσεις νεκροφιλίας, που πάσχει από νεκροφιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. necrophile < necro- (< νεκρός) + -phile (< φίλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σιμ. Αποστολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.